μιγνύω

μιγνύω
μίγνυμι/μιγνύω (the pres. is lacking in our lit. [B-D-F §92; Mlt-H. 249], as well as in the Ptolemaic pap [Mayser I/22, ’38, 187].—On the spelling [μιγ-all edd. instead of μειγ-] s. B-D-F §23; Kühner-Bl. II 482; Mayser 91; Mlt-H. 249.—The word is found Hom. [μίσγω] et al.; also ins, pap, LXX, TestSol, Joseph., Just., Ath.) 1 aor. ἔμιξα. Pass.: 1 aor. ptc. μιχθείς (Ath. 18, 4); 2 aor. ἐμίγην; pf. ptc. μεμιγμένος mix, mingle, lit. τί τινι mingle someth. with someth. Rv 15:2 (Chariton 3, 10, 2 αἵματι μεμιγμένον ὕδωρ; Quint. Smyrn. 6, 281 οἴνῳ δʼ αἷμα μέμικτο; schol. on Nicander, Alexiph. 353). Also τὶ ἔν τινι (cp. Ps 105:35) 8:7. τὶ μετά τινος (Pla., Tim. 35b) οἶνον μετὰ χολῆς μεμιγμένον Mt 27:34. ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξεν μετὰ τ. θυσιῶν αὐτῶν whose blood Pilate mingled with (the blood of) their sacrifices, i.e. whom P. ordered slain while they were sacrificing Lk 13:1 (on quest. of connection w. accounts in Jos. s. JFitzmyer, AB Comm. ad loc.). ὄξος καὶ οἶνος μεμιγμένα ἐπὶ τὸ αὐτό vinegar and wine mixed together Hm 10, 3, 3b.—In affective imagery mix, blend τί τινι someth. with someth. (Jos., Bell. 5, 332, Ant. 15, 52) ἡ ὀξυχολία τῇ μακροθυμίᾳ 5, 1, 6. τὶ μετά τινος: ἡ λύπη μετὰ τῆς ἐντεύξεως, … μετὰ του ἁγίου πνεύματος 10, 3, 3ac.—B. 335. DELG s.v. μείγνυμι. M-M. s.v. μίγν-.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — μῑγνύω , μίγνυμι mix pres subj act 1st sg μῑγνύω , μίγνυμι mix pres subj act 1st sg μῑγνύω , μίγνυμι mix pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίγμα — και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῑγμα και αιολ. τ. μεῑχμα) κάθε προϊόν ανάμιξης νεοελλ. 1. χημ. το προϊόν τής ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση 2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο» τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ …   Dictionary of Greek

  • μίξη — και μείξη, η (ΑΜ μίξις, εως, Α και μεῑξις) [μ(ε)ίγνυμι] 1. η ενέργεια τού μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῡ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις… …   Dictionary of Greek

  • μίσγω — (Α) βλ. μιγνύω …   Dictionary of Greek

  • μείγνυμι — (Α) βλ. μιγνύω …   Dictionary of Greek

  • μειγνύω — (ΑM μειγνύω, Α και μείγνυμι) βλ. μιγνύω …   Dictionary of Greek

  • σμιγνύω — ΜΑ βλ. μιγνύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”